
Κάποτε είχα ένα χρυσόψαρο στο σπίτι, δώρο από κάποιον φίλο. Βραχύβιο χρυσόψαρο. Άτυχο. Αν κατάλαβα καλά, ψόφησε από το πολύ φαί που του ριξα ένα βράδυ.
Υπομονετικό χρυσόψαρο, χρυσόψαρο με αυταπάτες. Πέρασε όλη τη ζωή του μέσα σε εκείνη την άθλια γυάλα με τα ψεύτικα βότσαλα και το πλαστικό φυτό στον πάτο. Και δεν διαμαρτυρήθηκε καθόλου. Έκανε υπομονή, ανεχόταν το περιβάλλον που του χαμε επιβάλει, προσποιούνταν ότι όλα γύρω του είναι φυσικά, αληθινά, ότι ζει σε κάποιον μικρό, ατομικό ωκεανό, όπου απολαμβάνει μάλιστα μια σειρά από προνόμια: λαμβάνει τροφή ταχτικά και χωρίς προσπάθεια, δεν απειλείται από εχθρικά ψάρια, δεν κινδυνεύει από τα ορμητικά ρεύματα νερού, που θα μπορούσαν να το παρασύρουν. Έτσι, συμβιβάστηκε με το καθεστώς στο οποίο είχε βρεθεί.
Υπάρχει βέβαια και ένα άλλο ενδεχόμενο, πιο πιθανό: το χρυσόψαρο είχε γεννηθεί σε αιχμαλωσία με αποτέλεσμα να μην γνωρίζει την έννοια και την αίσθηση της ελευθερίας. Και η άγνοια σε αυτές τις περιπτώσεις λειτουργεί ευεργετικά: το χρυσόψαρο δεν αντέδρασε ποτέ γιατί δεν γνώριζε τι θα μπορούσε να κερδίσει. Δεν γνώριζε που και πώς ζουν τα ψάρια όταν δεν ζουν σε ενυδρεία. Δεν γνώριζε πώς είναι να κολυμπάς προς το άπειρο και να βλέπεις κάτω τα κοχύλια και τα πετρώματα, την ποικιλία τους, τους θορύβους τους, τα χρώματά τους. Δεν γνώριζε πώς είναι να ερωτεύεσαι και να βλέπεις τον εαυτό σου να αντανακλάται πάνω σε κάποιον άλλο – το μόνο που είχε δει ήταν η αντανάκλαση του εαυτού του πάνω στην επιφάνεια της γυάλας.
Έτσι, δεν χρειάστηκε καν να συμβιβαστεί και να πείσει τον εαυτό του πώς όλα είναι εντάξει. Ο πλαστικός διάκοσμος της γυάλας ήταν γι’ αυτό το «φυσικό» του περιβάλλον. Οι κοίλες επιφάνειες που το περιέβαλαν ήταν στο μυαλό του τα τοιχώματα μίας γυάλινης σπηλιάς. Τα φυλλαράκια της τροφής ήταν ουρανοκατέβατα σκουλήκια – λίγο μπαγιάτικα, αλλά τι να κάνεις; Οι αλλαγές του νερού της γυάλας –τότε που αναγκαζόταν να εγκαταλείψει το σπίτι του και να περάσει κάποιες στιγμές τρομαγμένο στον νιπτήρα- ήταν υποθαλάσσιες καταιγίδες που το απειλούσαν και το ανάγκαζαν να κρυφτεί μέχρι να ηρεμίσει ο καιρός. Και η μικρή απόχη που χρησιμοποιούσα για να το βάλω στον νιπτήρα ήταν η απειλητική απόχη ενός ψαρά που προσπαθούσε να το πιάσει.
Μα όλα αυτά που έβλεπε να συμβαίνουν έξω από τη γυάλα τι ήταν; Αυτοί που κολλούσαν τις μούρες τους στο γυαλί και το κοιτούσαν επίμονα τι ήταν; Το παιδί που είχε βουτήξει μέσα στο χέρι του κάποια φορά τι ήταν; Τι ήθελαν; Τι ζητούσα από εκείνο;
Υπάρχει και ένα τρίτο ενδεχόμενο: λένε πως τα ψάρια έχουν μνήμη τριών δευτερολέπτων. Εάν ισχύει αυτό, τότε το χρυσόψαρο δεν θα προλάβαινε να ασχοληθεί με υπαρξιακά ζητήματα. Μέχρι να προβληματιστεί, θα είχε ξεχάσει τον προβληματισμό του. Μέχρι να ξεχάσει τον προβληματισμό του, θα είχε ξεχάσει ότι βρισκόταν όλη του τη ζωή μέσα σε εκείνη τη γυάλα.
Το χρυσόψαρο δεν θα χε αναμνήσεις. Το χρυσόψαρο θα χε το προνόμιο να μην καταδιώκεται από το παρελθόν του. Το χρυσόψαρο θα ξεκινούσε μια νέα ζωή κάθε τρία λεπτά. Κάθε τρία λεπτά θα ήταν ένα νέο χρυσόψαρο. Ολοκαίνουργιο. Αβασάνιστο. Καθαρό. Αλέκιαστο. Απροβλημάτιστο. Χωρίς μνήμες και χωρίς προηγούμενα. Χωρίς απωθημένα και χωρίς παράπονα. Δεν θα μου κρατούσε κακία που ξεχνούσα καμιά φορά τα το ταΐσω. Δεν θα μου γκρίνιαζε που κάθε πρωί το φως έπεφτε μέσα στην γυάλα και διαθλάτο και το τύφλωνε. Δεν θα λυπόταν που ήταν έτσι ολομόναχο εκεί μέσα και δεν είχε μια παρέα να ανταλλάξει μια κουβέντα. Δεν θα βαριόταν να κολυμπάει διαρκώς κυκλικά, ακολουθώντας την πορεία που του επέβαλαν τα τοιχώματα της γυάλας. Δεν θα το ενοχλούσε η μονοτονία της τροφής του. Ούτε οι θολοί, διαστρεβλωμένοι ήχοι που έφταναν στη γυάλα από τον γύρω χώρο. Θα ήταν χαρούμενο και ξέγνοιαστο μέσα στην λήθη του. Θα ταν τυχερό και άτυχο…
Γιατί όπως αποδείχτηκε, η σύντομη μνήμη του του στέρησε τελικά την ξέγνοιαστη ζωή που του χε χαρίσει. Αν θυμόταν πως είχε ήδη φάει πολύ ίσως είχε σταματήσει έγκαιρα… Αν θυμόταν πως είχε περάσει όλη του τη ζωή απομονωμένο μέσα σε μια μίζερη γυάλα –χωρίς προοπτική, χωρίς όνειρο- ίσως και να χε αντιδράσει… Ίσως να χε γλιτώσει…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου