You leave in the morning
With everything you own
In a little black case
Alone on a platform
The wind and the rain
On a sad and lonely face
Mother will never understand
Why you had to leave
For the love that you need
Will never be found at home
And the answer you seek
Will never be found at hom
e

Μάρτης 2011



Είχα σχεδιάσει τα πάντα στην εντέλεια. Όμως όταν θέλουμε κάτι πάρα πολύ, όλο το σύμπαν συνωμοτεί εναντίον μας. Δύο μέρες πριν είχα ξυπνήσει με ενδείξεις συναχιού. Την επομένη (δηλαδή μία μέρα πριν τη μεγάλη μέρα), επιπεφυκίτιδα.

«Φακούς επαφής μπορώ να φοράω;»

«Όχι.»

«Σίγουρα;»

«Ναι.»

«Ούτε για λίγο;»

«Μόνο αν πρόκειται για μερικές ώρες…»

(Ναι, καλά!)

Όλα θα ήταν τέλεια. Και το συνάχι και την επιπεφυκίτιδα θα τα έκρυβα – κάπως.

Θυμάμαι που περπατούσα στο Κολωνάκι με κατεύθυνση προς Σύνταγμα και ένα κοριτσάκι είπε στην μαμά του:

«Μαμά, κοίτα τι όμορφή που είναι αυτή η κοπέλα!»

Ένοιωσα όμορφα. Ποτέ δεν είχα αυτοπεποίθηση, και φοβόμουν πως εκείνος με κορόιδευε όταν μου έκανε κομπλιμέντα. Αλλά το κοριτσάκι δεν μπορεί να έλεγε ψέματα – από μικρό και από τρελό, ξέρεις…

Έφτασα στο Σύνταγμα. Δεν μπορούσα να τον δω μέσα στο πλήθος. Τον πήρα τηλέφωνο. Ήταν εκεί. Με έβλεπε. Ήρθε. Μου είχε κοπεί η ανάσα. Ένιωθα λίγη, πολύ λίγη… Γαμώτο… Τι μάτια είναι αυτά;

Καθώς κατεβαίναμε την Ερμού ένιωθα σαν μικρό παιδί που του πήραν δώρο το παιχνίδι που τόσο καιρό περίμενε.

Είπαμε διάφορα.

Πριν φύγει φιληθήκαμε σταυρωτά.

«Να πάμε για μια μπύρα το βράδυ;»

«Να πάμε.»

Και πήγαμε.

Και ήταν η καλύτερη μπύρα που είχα πιεί ποτέ. Η πιο νόστιμη… Heineken ήταν. Δεν ξέρω γιατί ήταν τόσο καλή….

Χρειάστηκα τέσσερεις για να πάρω θάρρος. Θυμάμαι πως ξαφνικά τον φίλησα στο μάγουλο.

«Θες άλλη μία;», με ρώτησε.

«Εσένα θέλω.»

Έμενε σε ένα ξενοδοχείο στην Ομόνοια. Αρχίσαμε να περπατάμε προς τα εκεί. Παραπατούσα. Γελούσα. Ένιωθα όλο το σύμπαν να μην θέλει να πάω μαζί του, αλλά εγώ να ξεπερνάω αυτή την δύναμη, να γελάω και να της λέω:

«Κοίτα! Κοίτα με τι κάνω! Είναι δικός μου… Τον κέρδισα… Δεν θες να τον ακολουθήσω ε; Και τι με νοιάζει; Εγώ θα πάω!»

Μπήκαμε μέσα. Στο ασανσέρ άρχισε να με φιλάει.

(Είσαι δικός μου... και δεν θα αφήσω Κανέναν να μπει ανάμεσά μας.)

Στον διάδρομο άρχισε να μου λέει διάφορα για το ξενοδοχείο.

(Σκάσε, γαμώτο… Σκάσε και άνοιξε την πόρτα.)

Άρχισα να ξετυλίγω ευλαβικά το δώρο μου. Ήταν το πιο τέλειο δώρο που μου είχαν κάνει ποτέ.

Tο πιο απαλό δέρμα που είχα αγγίξει ποτέ..

Τα πιο όμορφα μάτια μου με είχαν κοιτάξει…

Το πιο γλυκό στόμα…

Τα πιο άγρια χέρια…

Μου έλεγε ό,τι ακριβώς ήθελα να ακούσω…

Στον ρυθμό ακριβώς που ήθελα να νιώσω…

Ήταν δικός μου. Εκείνες τις στιγμές ήταν δικός μου. Ποτέ δεν θα γινόταν δικός μου, αλλά εκείνες τις στιγμές ήταν.

I don’t care if you want me, I’m yours right now…

Ύστερα αρχίσαμε να λέμε διάφορα…

Μετά ξανά..

Μετά εκείνη η αίσθηση της απομάκρυνσης.

«Να κάνω ένα τσιγάρο…»

Μετά τα μάτια του να με χαϊδεύουν…

Μετά πάλι…

Ύστερα έπρεπε να φύγω…

«Θα σε δω αύριο ξανά, εντάξει;»

«Ναι.»

Και τον είδα… Απλά και μόνο για να καταλάβω πόσο πολύ τον θέλω.

Μου έδιναν ένα δώρο, να το ανοίξω, να το χαρώ για μερικές ώρες, και μετά να το επιστρέψω…

Τέσσερεις η ώρα έπρεπε να είμαι στο αεροδρόμιο, και ήταν ήδη έντεκα. Γαμώτο…

Ήθελα να κλάψω αλλά ντρεπόμουν. Δεν ήθελα να δει πόσο αδύναμη και μικρή ένιωθα.

Κουλουριάστηκα δίπλα του στο κρεβάτι.

Σε λίγες ώρες θα ήμασταν σε άλλες χώρες…

Γαμώτο…

«Είσαι τέλειος»

«Σςςς…»

Φτάνει να μου χαρίσεις δύο φιλιά….


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου