Κάποτε αγάπησα κάποιον τόσο πολύ που μου αρκούσε να τον κοιτώ από το παράθυρό μου οκτώ καλοκαίρια. Και τους χειμώνες, που ήμασταν μακριά, τον σκεφτόμουν. Και τον αγαπούσα όλο και πιο πολύ. Και τον έφερνα όλο και πιο κοντά μου. Ώσπου τελικά, ένα βράδυ τον κρατούσα στην αγκαλιά μου. Αλλά κατάλαβα τότε πως αυτά που μας χώριζαν ήταν πιο πολλά από εκείνα που μας ένωναν. Και πως το ταξίδι που ήθελε να κάνει ήταν μοναχικό. Αντίο.
Κάποτε έκανα ένα ταξίδι για να βρω κάποιον που δεν γνώριζα καν. Και τον βρήκα. Αλλά δεν τον γνώρισα ποτέ.
Κάποτε ήθελα να κάνω κάποιον ευτυχισμένο. Τον αγαπούσα και νόμιζα πως μ’ αγαπούσε και εκείνος. Ήθελε, λέει, να νιώθει ελεύθερος. Λες και η αγάπη που του έδινα τον φυλάκιζε, τον καταπίεζε. Του ζήτησαν να πάρει πίσω το μπλουζάκι μου και να μου το φέρει ξανά την επόμενη μέρα. Αλλά δεν το έκανε. Τον άφησα να φύγει, μήπως και η ελευθερία που τόσο ζητούσε τον έκανε να γυρίσει πίσω. Αλλά τελικά τον έκανε να πετάξει μακριά.
Κάποτε κοιμόμουν με κάποιον που με φόβιζε. Ένα βράδυ έβαλα τα κλάματα.
Κάποτε ξυπνούσα με κάποιον που μου έλεγε πως μοιάζω με «γατί»…
Κάποτε γελούσα με κάποιον ως τις 6 η ώρα το πρωί. Ύστερα πήγε σπίτι του και εγώ έπεσα για ύπνο.
Κάποτε αγαπούσα κάποιον που παίζαμε όταν ήμασταν παιδία. Μετά άρχισε να με καταπιέζει, τον πλήγωσα, τον κορόιδεψα, με έβρισε, χτύπησα το κεφάλι μου στον τοίχο, έφυγα και τώρα πια δεν μιλάμε καν. Τότε με αποκάλεσε πουτάνα – την «μεγαλύτερη πουτάνα στον κόσμο» συγκεκριμένα. Μετά από δύο χρόνια είπε σε κάποιον ότι είμαι «βλαμμένη» – κοίτα να δεις πως απαλύνεται ο θυμός!
Κάποτε ερωτεύτηκα κάποιον που του άρεσε ο Κλιμτ και ο Μπάροουζ. Και περούσαμε την ώρα μας στον λόφο του Φιλοπάππου μιλώντας για πίνακες, εκθέσεις και βιβλία. Νόμιζα πως είχα βρει κάποιον ξεχωριστό. Αλλά είχα βρει έναν ακόμη ίδιο.
«Τελικά, έχεις κοπέλα;», τον ρώτησα καθισμένη πάνω στα πόδια του. «Ναι… δηλαδή όχι», μου απάντησε με το κεφάλι στραμμένο αλλού. Σε ευχαριστώ, ήσουν σαφής.
Κάποτε κάποιος με ρώτησε αν θέλω να βγούμε στο μπαλκόνι για ένα τσιγάρο. Γάλλος – παρλαπίπας και φανατικός καπνιστής. Το ένα τσιγάρο έγινε δύο, τα δύο τρία και ούτω καθεξής. Την επομένη το πρωί, στον καφέ, μου είπε ότι έχει κοπέλα, που σπουδάζει στον Καναδά. Και πως συγκατοικούν. Και πως η μπλούζα που φορούσα ήταν δική της. Με αηδίασε. Ήπια τον καφέ της παρηγοριάς και την έκανα «αλά γαλλικά».
Κάποτε φίλησα κάποιον που δεν θυμάμαι καν πως τον λένε. Ούτε τι ήθελα από εκείνον. Ούτε τι ήθελε εκείνος από εμένα – ίσως όλα έγιναν απλά για ένα φιλί.
Κάποτε τα είχα με κάποιον που οι γονείς μου δεν τον ήθελαν επειδή είχε πολλά τατουάζ.
Κάποτε γύρισα σπίτι μεθυσμένη και είπα στη μάνα μου ότι αποφάσισα να παντρευτώ. Το επόμενο πρωί το είχα ήδη ξεχάσει.
Κάποτε ερωτευόμουν με την καρδιά, μετά έμαθα να αγαπάω με το μυαλό. Και ύστερα; Πως αγαπούν ύστερα. «Ύστερα αγαπούν από συμφέρον.»
Κάποτε παίζαμε κρυφτό. Ακόμα παίζουμε. Αλλά είμαστε τόσο ανόητοι που κρυβόμαστε πίσω από τα δάχτυλά μας.
Και παίζαμε και κυνηγητό κάποτε. Και εξακολουθούμε να παίζουμε. Αλλά με άλλους όρους και με άλλες συνέπειες.
Κάποτε επίσης παίζαμε μήλα. Πετούσαμε ο ένας το μπαλάκι στον άλλο. Έτσι δεν κάνουμε και τώρα;
Κάποτε παίζαμε τον γιατρό. Ντυμένοι. Τώρα γυμνοί. Τότε στις πεζούλες στην πλατεία του χωριού. Τώρα σε ένα κρεβάτι.
Κάποτε παίζαμε χαλασμένο τηλέφωνο. Μασούσαμε τα λόγια μας για να μην μας καταλάβουν οι άλλοι. Τι σύμπτωση! – αυτό ακριβώς δεν κάνουμε και τώρα;
Κάποτε ήμασταν παιδία. Και είμαστε ακόμα. Και παίζουμε παιχνίδια. Δεν μπορούμε να μεγαλώσουμε; – αναρωτιέμαι κάποιες φορές. Και αφού επιλέγουμε να μείνουμε παιδιά, γιατί δεν αγαπάμε σαν παιδία, με μια αγάπη απλή, καθαρή. Γιατί υποβάλλουμε την αγάπη σε βασανιστήρια; Γιατί τη νοθεύουμε με άλλα συναισθήματα, όπως φοβίες και εγωισμούς; Γιατί τα λέω όλα αυτά;
Και λένε μετά ορισμένοι ότι οι γονείς και τα σχολεία θα έπρεπε να μας μαθαίνουν περισσότερα για το σεξ. Όχι, για το σεξ ξέρουμε ήδη αρκετά. Αυτό που δεν ξέρουμε είναι τι είναι αυτό που νιώθουμε, αυτό που θέλουμε. Φτάνει λοιπόν κάποτε μια μέρα που κάποιος κάπου λέει σε κάποιον άλλο ότι δεν ξέρει τι θέλει και ότι νιώθει αμηχανία. Τι έκπληξη!
Και υπάρχουν δύο οδοί – μπανάλ, το ξέρω. Η μία, η εύκολη, είναι να τραπείς σε άτακτη φυγή τύπου «Οκτώβριος 2009». Καταπληκτική περίπτωση, μοναδική στο είδος της. Ο εχθρός έμεινε με ανοιχτό το στόμα.
Η άλλη, η δύσκολη, είναι να μείνεις εκεί και να προσπαθήσεις. Γιατί έτσι και αλλιώς υπάρχει κάτι στην ζωή που να ναι εύκολο και μην χρειάζεται να παλέψεις για αυτό; Δεν νομίζω. Έχω την αίσθηση ότι όλα πονάνε και είναι δύσκολα – τουλάχιστον, όπως λέει και το τραγούδι, όσα αξίζουν. Με τα άλλα δεν ασχολούμαστε.
Κάποτε, λοιπόν, ζούσα σε ένα μέρος, μετά σε δύο, ύστερα σε τρία. Ξέρεις πως είναι το σώμα να είναι εδώ και η ψυχή, το μυαλό, αλλού; Είναι μαγικό. Νιώθεις σαν να είσαι δύο άνθρωποι.
Κάποτε φοβόμουν τα αεροπλάνα. Και τώρα τα φοβάμαι, η ανάγκη για φυγή όμως είναι πιο έντονη. Πάντα ήθελα να φύγω. Μία φορά θέλησα να μείνω. Έκατσα σε ένα μέρος για κάμποσο διάστημα – μετά με έδιωξαν.
Οπότε πακετάρω ξανά και φεύγω.
Κάποτε θέλω να πάω στην Ολλανδία με την Ειρήνη και να καπνίσουμε τις τουλίπες φορώντας ξύλινα σαμπό κάτω από έναν ανεμόμυλο.
Κάποτε θέλω να πάω ξανά στην Πορτοκαλία –έτσι την έλεγα μικρή- και να νιώσω ξανά εκείνη την αίσθηση του παραμυθιού που επικρατεί σε αυτή την μαγεμένη χώρα.
Θα θελα κάποτε να ξαναβρεθώ και στο Παρίσι – είχαμε περάσει τόσο όμορφα, τόσο γλυκά. Θυμάμαι ακόμα πώς τρέμανε τα πόδια μου εκείνο το βράδυ…
Θέλω ένα ζευγάρι πλατφόρμες nine west και ένα φορεμα Miu Miu που είδα σε ένα περιοδικό. Θέλω να είναι πάντα καλοκαίρι και να έχει ήλιο. Ο ήλιος μας κάνει χαρούμενους. Θέλω ένα ολόσωμο μαγιό και ένα ζευγάρι heart-shaped glasses. Θέλω ένα χρυσόψαρο. Υπόσχομαι πως δεν θα το φυλακίσω μέσα σε γυάλα. Θα το αφήσω να κολυμπάει ελεύθερο στον Νέκαρ. Ίσως να εκτιμήσει την κίνηση μου και να γυρνάει που και που πίσω σε μένα. Θέλω και άλλη μια μπύρα και έναν καπνό drum λευκό, γιατί εδώ που είμαι δεν πουλάνε.
Υ.Γ. Κοίτα να δεις που με μερικές προσθήκες, αυτό που είχε γραφτεί δύο χρόνια πριν, είναι ξανά επίκαιρο. Και κοίτα να δεις πώς επαναλαμβάνεται η ιστορία. Και κοίτα που είμαι ίδια και που έχω τις ίδιες ανάγκες και τις ίδιες επιθυμίες και που κάνω τις ίδιες σκέψεις και που γνωρίζω ξανά και ξανά τους «ίδιους» ανθρώπους. Και που όσο τους γνωρίζω ξανά τους μαθαίνω καλύτερα. Και πλέον δεν τους φοβάμαι. Γιατί τους γνωρίζω καλά. Και αντί να κλαίω για τα κλειστά τα μάτια και τα βουβά τα στόματά τους, γελάω. Και αντί να θυμώνω για τις ασυναρτησίες τους, τραγουδώ. Και αντί να φοβάμαι να αγαπήσω μετά από όλες αυτές τις περιπέτειες και τα λάθη, τώρα νιώθω ακόμα πιο ικανή.
Κάποτε έκανα ένα ταξίδι για να βρω κάποιον που δεν γνώριζα καν. Και τον βρήκα. Αλλά δεν τον γνώρισα ποτέ.
Κάποτε ήθελα να κάνω κάποιον ευτυχισμένο. Τον αγαπούσα και νόμιζα πως μ’ αγαπούσε και εκείνος. Ήθελε, λέει, να νιώθει ελεύθερος. Λες και η αγάπη που του έδινα τον φυλάκιζε, τον καταπίεζε. Του ζήτησαν να πάρει πίσω το μπλουζάκι μου και να μου το φέρει ξανά την επόμενη μέρα. Αλλά δεν το έκανε. Τον άφησα να φύγει, μήπως και η ελευθερία που τόσο ζητούσε τον έκανε να γυρίσει πίσω. Αλλά τελικά τον έκανε να πετάξει μακριά.
Κάποτε κοιμόμουν με κάποιον που με φόβιζε. Ένα βράδυ έβαλα τα κλάματα.
Κάποτε ξυπνούσα με κάποιον που μου έλεγε πως μοιάζω με «γατί»…
Κάποτε γελούσα με κάποιον ως τις 6 η ώρα το πρωί. Ύστερα πήγε σπίτι του και εγώ έπεσα για ύπνο.
Κάποτε αγαπούσα κάποιον που παίζαμε όταν ήμασταν παιδία. Μετά άρχισε να με καταπιέζει, τον πλήγωσα, τον κορόιδεψα, με έβρισε, χτύπησα το κεφάλι μου στον τοίχο, έφυγα και τώρα πια δεν μιλάμε καν. Τότε με αποκάλεσε πουτάνα – την «μεγαλύτερη πουτάνα στον κόσμο» συγκεκριμένα. Μετά από δύο χρόνια είπε σε κάποιον ότι είμαι «βλαμμένη» – κοίτα να δεις πως απαλύνεται ο θυμός!
Κάποτε ερωτεύτηκα κάποιον που του άρεσε ο Κλιμτ και ο Μπάροουζ. Και περούσαμε την ώρα μας στον λόφο του Φιλοπάππου μιλώντας για πίνακες, εκθέσεις και βιβλία. Νόμιζα πως είχα βρει κάποιον ξεχωριστό. Αλλά είχα βρει έναν ακόμη ίδιο.
«Τελικά, έχεις κοπέλα;», τον ρώτησα καθισμένη πάνω στα πόδια του. «Ναι… δηλαδή όχι», μου απάντησε με το κεφάλι στραμμένο αλλού. Σε ευχαριστώ, ήσουν σαφής.
Κάποτε κάποιος με ρώτησε αν θέλω να βγούμε στο μπαλκόνι για ένα τσιγάρο. Γάλλος – παρλαπίπας και φανατικός καπνιστής. Το ένα τσιγάρο έγινε δύο, τα δύο τρία και ούτω καθεξής. Την επομένη το πρωί, στον καφέ, μου είπε ότι έχει κοπέλα, που σπουδάζει στον Καναδά. Και πως συγκατοικούν. Και πως η μπλούζα που φορούσα ήταν δική της. Με αηδίασε. Ήπια τον καφέ της παρηγοριάς και την έκανα «αλά γαλλικά».
Κάποτε φίλησα κάποιον που δεν θυμάμαι καν πως τον λένε. Ούτε τι ήθελα από εκείνον. Ούτε τι ήθελε εκείνος από εμένα – ίσως όλα έγιναν απλά για ένα φιλί.
Κάποτε τα είχα με κάποιον που οι γονείς μου δεν τον ήθελαν επειδή είχε πολλά τατουάζ.
Κάποτε γύρισα σπίτι μεθυσμένη και είπα στη μάνα μου ότι αποφάσισα να παντρευτώ. Το επόμενο πρωί το είχα ήδη ξεχάσει.
Κάποτε ερωτευόμουν με την καρδιά, μετά έμαθα να αγαπάω με το μυαλό. Και ύστερα; Πως αγαπούν ύστερα. «Ύστερα αγαπούν από συμφέρον.»
Κάποτε παίζαμε κρυφτό. Ακόμα παίζουμε. Αλλά είμαστε τόσο ανόητοι που κρυβόμαστε πίσω από τα δάχτυλά μας.
Και παίζαμε και κυνηγητό κάποτε. Και εξακολουθούμε να παίζουμε. Αλλά με άλλους όρους και με άλλες συνέπειες.
Κάποτε επίσης παίζαμε μήλα. Πετούσαμε ο ένας το μπαλάκι στον άλλο. Έτσι δεν κάνουμε και τώρα;
Κάποτε παίζαμε τον γιατρό. Ντυμένοι. Τώρα γυμνοί. Τότε στις πεζούλες στην πλατεία του χωριού. Τώρα σε ένα κρεβάτι.
Κάποτε παίζαμε χαλασμένο τηλέφωνο. Μασούσαμε τα λόγια μας για να μην μας καταλάβουν οι άλλοι. Τι σύμπτωση! – αυτό ακριβώς δεν κάνουμε και τώρα;
Κάποτε ήμασταν παιδία. Και είμαστε ακόμα. Και παίζουμε παιχνίδια. Δεν μπορούμε να μεγαλώσουμε; – αναρωτιέμαι κάποιες φορές. Και αφού επιλέγουμε να μείνουμε παιδιά, γιατί δεν αγαπάμε σαν παιδία, με μια αγάπη απλή, καθαρή. Γιατί υποβάλλουμε την αγάπη σε βασανιστήρια; Γιατί τη νοθεύουμε με άλλα συναισθήματα, όπως φοβίες και εγωισμούς; Γιατί τα λέω όλα αυτά;
Και λένε μετά ορισμένοι ότι οι γονείς και τα σχολεία θα έπρεπε να μας μαθαίνουν περισσότερα για το σεξ. Όχι, για το σεξ ξέρουμε ήδη αρκετά. Αυτό που δεν ξέρουμε είναι τι είναι αυτό που νιώθουμε, αυτό που θέλουμε. Φτάνει λοιπόν κάποτε μια μέρα που κάποιος κάπου λέει σε κάποιον άλλο ότι δεν ξέρει τι θέλει και ότι νιώθει αμηχανία. Τι έκπληξη!
Και υπάρχουν δύο οδοί – μπανάλ, το ξέρω. Η μία, η εύκολη, είναι να τραπείς σε άτακτη φυγή τύπου «Οκτώβριος 2009». Καταπληκτική περίπτωση, μοναδική στο είδος της. Ο εχθρός έμεινε με ανοιχτό το στόμα.
Η άλλη, η δύσκολη, είναι να μείνεις εκεί και να προσπαθήσεις. Γιατί έτσι και αλλιώς υπάρχει κάτι στην ζωή που να ναι εύκολο και μην χρειάζεται να παλέψεις για αυτό; Δεν νομίζω. Έχω την αίσθηση ότι όλα πονάνε και είναι δύσκολα – τουλάχιστον, όπως λέει και το τραγούδι, όσα αξίζουν. Με τα άλλα δεν ασχολούμαστε.
Κάποτε, λοιπόν, ζούσα σε ένα μέρος, μετά σε δύο, ύστερα σε τρία. Ξέρεις πως είναι το σώμα να είναι εδώ και η ψυχή, το μυαλό, αλλού; Είναι μαγικό. Νιώθεις σαν να είσαι δύο άνθρωποι.
Κάποτε φοβόμουν τα αεροπλάνα. Και τώρα τα φοβάμαι, η ανάγκη για φυγή όμως είναι πιο έντονη. Πάντα ήθελα να φύγω. Μία φορά θέλησα να μείνω. Έκατσα σε ένα μέρος για κάμποσο διάστημα – μετά με έδιωξαν.
Οπότε πακετάρω ξανά και φεύγω.
Κάποτε θέλω να πάω στην Ολλανδία με την Ειρήνη και να καπνίσουμε τις τουλίπες φορώντας ξύλινα σαμπό κάτω από έναν ανεμόμυλο.
Κάποτε θέλω να πάω ξανά στην Πορτοκαλία –έτσι την έλεγα μικρή- και να νιώσω ξανά εκείνη την αίσθηση του παραμυθιού που επικρατεί σε αυτή την μαγεμένη χώρα.
Θα θελα κάποτε να ξαναβρεθώ και στο Παρίσι – είχαμε περάσει τόσο όμορφα, τόσο γλυκά. Θυμάμαι ακόμα πώς τρέμανε τα πόδια μου εκείνο το βράδυ…
Θέλω ένα ζευγάρι πλατφόρμες nine west και ένα φορεμα Miu Miu που είδα σε ένα περιοδικό. Θέλω να είναι πάντα καλοκαίρι και να έχει ήλιο. Ο ήλιος μας κάνει χαρούμενους. Θέλω ένα ολόσωμο μαγιό και ένα ζευγάρι heart-shaped glasses. Θέλω ένα χρυσόψαρο. Υπόσχομαι πως δεν θα το φυλακίσω μέσα σε γυάλα. Θα το αφήσω να κολυμπάει ελεύθερο στον Νέκαρ. Ίσως να εκτιμήσει την κίνηση μου και να γυρνάει που και που πίσω σε μένα. Θέλω και άλλη μια μπύρα και έναν καπνό drum λευκό, γιατί εδώ που είμαι δεν πουλάνε.
Υ.Γ. Κοίτα να δεις που με μερικές προσθήκες, αυτό που είχε γραφτεί δύο χρόνια πριν, είναι ξανά επίκαιρο. Και κοίτα να δεις πώς επαναλαμβάνεται η ιστορία. Και κοίτα που είμαι ίδια και που έχω τις ίδιες ανάγκες και τις ίδιες επιθυμίες και που κάνω τις ίδιες σκέψεις και που γνωρίζω ξανά και ξανά τους «ίδιους» ανθρώπους. Και που όσο τους γνωρίζω ξανά τους μαθαίνω καλύτερα. Και πλέον δεν τους φοβάμαι. Γιατί τους γνωρίζω καλά. Και αντί να κλαίω για τα κλειστά τα μάτια και τα βουβά τα στόματά τους, γελάω. Και αντί να θυμώνω για τις ασυναρτησίες τους, τραγουδώ. Και αντί να φοβάμαι να αγαπήσω μετά από όλες αυτές τις περιπέτειες και τα λάθη, τώρα νιώθω ακόμα πιο ικανή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου