You leave in the morning
With everything you own
In a little black case
Alone on a platform
The wind and the rain
On a sad and lonely face
Mother will never understand
Why you had to leave
For the love that you need
Will never be found at home
And the answer you seek
Will never be found at hom
e

Το φευγιό


Ένα σύντομο τηλεφώνημα ήταν παραπάνω από αρκετό: «Πράγα... Θα ρθεις;» «Θα ρθώ». Το τηλέφωνο έκλεισε, η βαλίτσα κατέβηκε από το πατάρι, άνοιξε, τα ρούχα βγήκαν από την ντουλάπα, διπλώθηκαν, τοποθετήθηκαν τακτικά μέσα στην βαλίτσα, ύστερα οι μπότες και τα λοιπά αξεσουάρ. Αυτόματα πια. Βγαίνουν, μπαίνουν. Ξέρουν. Ήρθε η ώρα για το φευγιό πάλι. Το αγαπημένο και το μισητό φευγιό. Το αναγκαστικό φευγιό. «Αυτό που με πιάνει και με στέλνει στον δρόμο». Και δυο βιβλία μαζί: την «Ταυτότητα» του Κούντερα και τις «Πεθαμένες Ψυχές» του Γκόγκολ – γιατί πάντα ξεμένω σε κάποιο ξενοδοχείο ή σε κάποιο καφέ χωρίς ανθρώπινη συντροφιά.

Μισή ταινία, λιγοστός ύπνος, αεροδρόμιο, φευγιό. Έτσι πάει.
Ώσπου θα ρθει μια μέρα –το ξέρω- που δεν θα θέλω να φύγω. Δεν θα νιώθω αυτή την ανάγκη. Δεν θα πνίγομαι μέσα στην σταγόνα του νερού που μου αναλογεί. Θα κολυμπώ ήρεμα, ανέμελα και θα κουνώ το χέρι από μακριά σε κείνους που θα βρίσκονται απ’ έξω, στην παραλία. Δεν θα κολυμπάω σπασμωδικά, όπως τώρα. Γιατί οι βίαιες αυτές κινήσεις είναι που σε βουλιάζουν στον πάτο – σωστά; Όταν είσαι ήρεμος επιπλέεις χωρίς προσπάθεια. Μα όταν χτυπάς τα χέρια και τα πόδια πανικόβλητα, αργά η γρήγορα -βασανιστικά σίγουρα- βουλιάζεις.

Και έτσι φύγαμε. Βράδυ φτάσαμε στην Πράγα. Χιόνι, κρύο, επικίνδυνα παγωμένα πεζοδρόμια, φασκιωμένοι περαστικοί και ζεστό κρασί σε πλαστικά ποτηράκια. Κάστρα, γέφυρες, ιστορίες. Αγόρασα και ένα γούνινο καπέλο που με έκανε να δείχνω πολύ κινηματογραφική. Γέλια, χαρές, βόλτες, παραμυθένια πόλη, όμορφη εξαγνισμένη από το κρύο, λευκή και αθώα. Ήρεμη. Ξανθά μωρά με κόκκινα μάγουλα και παιδάκια που κυλιούνται στο χιόνι. Αθώα. Ήρεμα. Οι κινήσεις όλων αργές - έτσι ακριβώς όπως μου αρέσουν…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου