
Ήταν μια πρόωρη αίσθηση ευθύνης: να είμαι παραγωγική, χρήσιμη για την κοινωνία, να κάνω περήφανη την οικογένειά μου, να είμαι καλή σ’ό,τι και αν κάνω, να μην πληγώνω τους γύρω μου, να σέβομαι τις ανάγκες και τα συναισθήματά τους, να… να... να…
Επιπλέον: οργή για την κοινωνική αδικία, τη φτώχια –και την αιτία της, την κλεψιά: κάποιος κλέβει άρα κάποιος άλλος στερείται-, το όραμα να λύσω τα προβλήματα της χώρας, να δουλέψω στον ΟΗΕ για να βοηθήσω τους κατατρεγμένους της γης, να… να… να…
Ώσπου μια μέρα ένιωσα πως πάω να τρελαθώ.
Ένιωσα να φορτώνομαι τα προβλήματα όλου του κόσμου.
Ένιωσα να γίνομαι ένα γιγαντιαίο, ατέρμονο πρόβλημα, ανήμπορο να βρει μια λύση για τα επιμέρους προβλήματά του.
Και τότε η (ποσοτική) αύξηση οδήγησε σε (ποιοτική) αλλαγή.
Υπάρχει ένα όριο που όταν ξεπεραστεί, το Πρόβλημα παύει να είναι πρόβλημα και μετατρέπεται σε απλή πραγματικότητα, σε σταθερό δεδομένο – το αποδέχεσαι ως έχει, ζεις με αυτό, κοιμάσαι ήσυχος τα βράδια, δεν ενδιαφέρεσαι να βρεις μια λύση. Γιατί μάλλον δεν υπάρχει λύση…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου