You leave in the morning
With everything you own
In a little black case
Alone on a platform
The wind and the rain
On a sad and lonely face
Mother will never understand
Why you had to leave
For the love that you need
Will never be found at home
And the answer you seek
Will never be found at hom
e

Παραμύθι


Μια φορά και έναν καιρό, παλιά, πολύ παλιά, σε μια χώρα όχι και τόσο μακρινή, ζούσε ένα κορίτσι που έπασχε από αϋπνία. Το κορίτσι αγαπούσε πολύ τα παραμύθια. Σ’ όλα όμως έβρισκε κάτι το παράλογο, κάτι που την εμπόδιζε να τα πιστέψει, να τα απολαύσει και να τα αφήσει να τη νανουρίσουν. Έτσι, η αγάπη της για ιστορίες έμενε για χρόνια ανικανοποίητη – όπως ακριβώς και η ανάγκη της για ύπνο – βαθύ, γαλήνιο ύπνο.
Όταν ήταν παιδί, της διάβαζαν συχνά τη Σταχτοπούτα. Στα δικά της τα μάτια, όμως, η Σταχτοπούτα δεν ήταν ηρωίδα∙ ήταν απλά ένα θύμα, μια δουλική προσωπικότητα που δεν μπόρεσε ποτέ να επαναστατήσει ενάντια στην κακιά μητριά και τις σκύλες ετεροθαλείς αδερφές. Μέχρι που ένα βράδυ πήγε σε ένα πάρτι, γνώρισε ένα ματσωμένο γκομενάκι –τον γνωστό και ως «πρίγκιπα»-, του το έπαιξε λίγο δύσκολη –«αχ, δεν μπορώ πήγε 12 η ώρα και πρέπει να φύγω»-, εκεινού του γυάλισε, την ψιλολυπήθηκε και αποφάσισε να την παντρευτεί για να τη γλιτώσει από τα βάσανά της - ναι, ναι, αυτά μαθαίνουν στα μικρά κορίτσια: ότι μια μέρα θα έρθει ένας πρίγκιπας και θα τα σώσει από τη μαύρη φτώχεια ή από τον δυνάστη πατέρα. Μα όχι, αυτό το παραμύθι δεν ταίριαζε στα γούστα του κοριτσιού.
Ύστερα, υπήρχαν παραμύθια όπως η Ωραία Κοιμωμένη και η Χιονάτη, στα οποία το μοτίβο του πρίγκιπα επαναλαμβανόταν, διανθισμένο με δηλητηριώδη μήλα, αδράχτια, άλογα, μάγισσες και τα ρέστα. Όμως και τούτα τα παραμύθια για εκείνης το γούστο και τη λογική δεν ήταν ικανοποιητικά: αν φας σάπιο μήλο έχεις προβλήματα με το γαστρεντερικό σου, δεν πέφτεις σε κώμα – και αν πέσεις σε κώμα δεν ξυπνάς με ένα φιλί. Αν τσιμπηθείς σε ένα αδράχτι ματώνεις, δεν συμπαρασύρεις σε λήθαργο όλο σου το βασίλειο – και αν το κάνεις, ένα φιλί και πάλι δεν μοιάζει αρκετό.
Έπειτα, ήταν το Κοριτσάκι με τα Σπίρτα – άλλη πονεμένη ιστορία. «Γιατί να μην ψάξει να βρει μια δουλειά, να νοικιάσει μια γκαρσονιέρα, να αγοράσει και μια σόμπα να ζεστάνει το κοκαλάκι του;» αναρωτιόταν εκείνη. «’Η ας έβρισκε έναν πρίγκιπα, όπως βρήκαν οι άλλες. Σε κάθε παραμύθι θα έπρεπε να υπάρχει ένας πρίγκιπας – σωστά;»
Και η ιστορία της Κοκκινοσκουφίτσας όμως δεν πολυάρεσε στο κορίτσι. Θα πρέπει να ήταν πολύ ανόητη αυτή η Κοκκινοσκουφίτσα για να λοξοδρομήσει και πιάσει ψιλή κουβέντα με έναν άγνωστο λύκο. Και ύστερα, πάλι, η ανδρική παρέμβαση, με τη μορφή του καλού κυνηγού αυτή τη φορά, με το όπλο-φαλλικό σύμβολο, πολύ μπανάλ, βρε παιδί μου. Δεν μπορούσε, δηλαδή, ο «σωτήρας» έστω και για μια φορά να είναι γυναίκα;
Και η Ωραία και το Τέρας ή το παραμύθι με τον βάτραχο που μεταμορφώνεται σε πρίγκιπα – τι μας διδάσκουν αυτές οι ιστορίες; Μας διδάσκουν ότι, ενώ η γυναίκα οφείλει να είναι όμορφη, η εμφάνιση του άντρα δεν παίζει καθόλου ρόλο – αρκεί να έχει παλάτι ή να έχει τα φόντα να μετεξελιχθεί σε πρίγκιπα. (Εξάλλου, όταν θα τον φιλάς θα έχεις τα μάτια κλειστά – σωστά;)
Και τα άλλα τα παραμύθια όμως ήταν λίγο-πολύ προβληματικά: η Μικρή Γοργόνα είχε λέπια και βρωμούσε σαν ψάρι, η Γκρέτελ ήταν λαίμαργή –και είδε τι πήγε να πάθει-, η Ραπουνζέλ δεν ήξερε τι θα πει κομμώτρια και πάει λέγοντας.
Ξεφεύγοντας όμως από τα παραμύθια και περνώντας στην «κλασσική» εφηβική λογοτεχνία, η κατάσταση δεν βελτιώθηκε. Το κορίτσι δεν έβρισε καμία ιστορία που να το ικανοποιεί: οι Μικρές Κυρίες πάσχιζαν να καλοπαντρευτούν, μια ολόκληρη σειρά βιβλίων αφιερώνεται στον γάμο και τις γέννες της Πολυάννας («Η Πολυάννα Παντρεύεται», «Η Πολυάννα Μαμά» κ.λπ.), τα κορίτσια του Μάλορυ Τάουερς φοιτούν –επί έξι τόμους– σε ένα σχολείο προκειμένου να μάθουν πώς να γίνουν καλές σύζυγοι… και λοιπά και λοιπά και λοιπά...
Το κορίτσι, λοιπόν, δεν χωρούσε σε αυτά τα παραμύθια – ποτέ δεν τα πίστεψε και ποτέ δεν τα δέχτηκε – ποτέ του δεν θέλησε να τα μιμηθεί. Κακό του κεφαλιού της, θα μου πείτε. Είναι καλό να χεις ένα μπούσουλα στη ζωή. Να ξέρεις ότι έχεις έρθει σε αυτόν τον κόσμο για να γίνεις σύζυγος και μάνα. Και από μικρό, μικρό κοριτσάκι θα έχεις ήδη εμπεδώσει καλά τον προορισμό σου –από τα παραμύθια, από τις διάφορες αφηγήσεις: ότι κάποια μέρα θα εμφανιστεί ένας πρίγκιπας πάνω σε ένα άσπρο άτι, θα σε σώσει από τη μιζέρια σου και θα σε έχει βασίλισσα. Ξέρεις όμως που χωλαίνει το πράγμα; Κανένα παραμύθι δεν τολμάει να μας πει τι έγινε μετά. Άντε και παντρεύτηκαν και βασίλεψαν και έκαναν πολλά παιδιά. Και μετά; «Ζήσαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα», λέει. Και δεν είναι καθόλου τυχαία αυτή η φράση: εμείς ζήσαμε καλύτερα από εκείνους. Γιατί σε εκείνους κάτι έλειπε και δεν έζησαν τελικά και τόσο υπέροχα.
«Έλα πες: Στα πόσα χρόνια χώρισαν; Ποιο ήταν το ύψος της διατροφής; Ποιός κεράτωσε ποιόν; Πόσους τσακωμούς έριξαν; Πόσα δάκρυα; Πόση δυστυχία; Ή μήπως δεν υπάρχουν όλα αυτά και είναι ιδέα μου;», έλεγε το κορίτσι γελώντας ειρωνικά για τα παραμύθια που του πλάσαραν. «Μήπως αυτός που θα σε σώσει θα σε βυθίσει ύστερα σε μια χειρότερη μιζέρια;»
Και νιώθω σε αυτό το σημείο την ανάγκη να κάνω μια διευκρίνιση: ούτε φεμινίστρια ήταν, ούτε υπερ-ρομαντική. Απλά δεν άντεχε να νιώθει πως ένας πρίγκιπας, ένα παλάτι και μια άμαξα –με σύγχρονους όρους: ένας άντρας, ένα σπίτι και ένα αυτοκίνητο- ήταν αρκετά για να είναι ευτυχισμένη εις το διηνεκές. Όχι - κάτι έλειπε από όλες αυτές τις ιστορίες. Κάτι άυλο, κάτι που μάλλον περνά απαρατήρητο επειδή δεν έχει χρώμα, υφή, μυρωδιά και ήχο. Κάτι που, ακριβώς επειδή δεν έχει όλες αυτές τις ιδιότητες των υλικών αντικειμένων, αντέχει στον χρόνο: δεν ξεθωριάζει, δεν ξεφτίζει, δεν αλλοιώνεται η οσμή του και ο ήχος του δεν εξασθενεί, δεν χάνεται. Κάτι που μοιάζει να μην έχει αξία επειδή δεν μπορεί να γίνει αντικείμενο αγοραπωλησίας – κι όμως αυτό το κάτι πρέπει να είναι τόσο πολύτιμο…
Ψάχνοντας να βρεί αυτό το μυστηριώδες κάτι, το κορίτσι ζητούσε από όποιον γνώριζε να της γράψει ένα παραμύθι∙ να εφεύρει μια νέα ιστορία και να της την διαβάσει κάποιο βράδυ για να αποκοιμηθεί. Κάποιος γέλασε και της είπε πως αυτό που ζητάει είναι εντελώς ανόητο. Κάποιος της είπε πως δεν έχει ταλέντο στο γράψιμο. Ένας τρίτος αντέγραψε μια ιστορία από ένα βιβλίο και προσποιήθηκε πως ήταν δική του. Κάποιος άλλος της είπε πως θα το κάνει, αλλά έφυγε νωρίς κάποιο βράδυ και δεν πρόλαβε. Και έτσι, χωρίς παραμύθι, οι νύχτες περνούσαν άυπνες. Και η απορία για αυτό το «κάτι», η επιθυμία για μια ιστορία που να είναι αληθινή, πειστική, έμεναν για χρόνια ανικανοποίητες.
Ώσπου μια μέρα, κάτω από το βάρος της κούρασης από τη χρόνια αϋπνία, αποφάσισε να γράψει η ίδια το παραμύθι. Και σε ένα χαρτί, που το βρήκαν μετά από χρόνια, ύστερα από τον θάνατό της, μέσα σε ένα συρτάρι, έγραψε τα εξής:
«Μια φορά και έναν καιρό, παλιά, πολύ παλιά, σε μια χώρα όχι και τόσο μακρινή, ζούσε ένα άυπνο κορίτσι, που αγαπούσε πολύ τις ιστορίες. Ήταν σχεδόν χαρούμενο∙ σχεδόν γελούσε, σχεδόν κοιμόταν∙ είχε σχεδόν ό,τι ήθελε. Όμως κάτι έλειπε. Κάτι που θα κάλυπτε το κενό από το σχεδόν μέχρι το εντελώς και που θα έκανε το κορίτσι να κοιμηθεί επιτέλους κάποιο βράδυ ήσυχα, να δει ένα γλυκό όνειρο και να ξυπνήσει εντελώς χαρούμενο – δηλαδή ευτυχισμένο.
Και έτσι περνούσε ο καιρός - μισογελώντας, μισοκλαίγοντας, μισοαγαπώντας, μισοί έρωτες, ανολοκλήρωτοι, μισές ιστορίες, καμία με καλό τέλος.
Ώσπου ένα βράδυ, κάπου ανάμεσα στο τέταρτο και το πέμπτο ποτό, το κορίτσι γνώρισε ένα αγόρι που είχε τη θέληση και την ικανότητα να γράψει ένα παραμύθι για εκείνη. Και μια νύχτα, κρατώντας τη στην αγκαλιά του, της το διάβασε. Και τότε το κορίτσι ακούμπησε το κεφάλι του μέσα στα χέρια του αγοριού και κοιμήθηκε έναν ύπνο βαθύ και ήρεμο, που όμοιό του δεν είχε ξανακάνει ποτέ. Και λυτρώθηκε. Το βράδυ εκείνο κοιμήθηκε όλους τους ύπνους που της είχαν στερήσει ή δεν της είχαν χαρίσει ποτέ. Και ξύπνησε ευτυχισμένη.
Το αγόρι δεν ήταν πρίγκιπας. Τα μάτια του όμως ήταν μεγάλα και καθαρά∙ ακτινοβολούσαν ένα ζεστό φως, που όμοιό τους δεν είχε ποτέ ξαναδεί. Και τον αγάπησε. Και δεν την ένοιαξε ούτε στιγμή που ήταν άνεργος, που δεν είχε άλογο, δεν είχε αυτοκίνητο, δεν είχε λεφτά, δεν είχε προοπτική. Δεν την ένοιαξε. Αρκεί που τα μάτια του ήταν λαμπερά, διαυγή - τόσο διαυγή που κάπου-κάπου έβλεπε τις σκέψεις να τρέχουν πέρα-δώθε μέσα στο μυαλό του. Τα χέρια του δεν ήταν απαλά, πριγκιπικά – όμως η αγκαλιά του ήταν ζεστή, ασφαλής. Και η ασφάλεια αυτή δεν ήταν αντίδοτο σε κάποια ανασφάλεια, ούτε φάρμακο για κάποια φοβία, ούτε ήταν απλή ανάγκη για συντροφικότητα, ούτε συνήθεια, ούτε αδράνεια. Ήταν ενέργεια. Ήταν αμφίδρομη ροή ενέργειας. Ήταν σαν ένα ηλεκτρικό κύκλωμα με δύο λαμπάκια, που όταν το διαπερνούσε το ρεύμα τα λαμπάκια άναβαν, φώτιζαν, ακτινοβολούσαν, και τα δύο μαζί, κανένα χωρίς το άλλο. Επειδή στις φλέβες τους έτρεχε το ίδιο ρεύμα.
Και η μπαταρία που τους τροφοδοτούσε, κατά ένα περίεργο τρόπο, δεν εξαντλήθηκε ποτέ. Ήταν επαναφορτιζόμενη, βλέπετε. Και ήξεραν τον τρόπο να την γεμίσουν ξανά κάθε φορά που έμοιαζε να εξασθενεί.
Και έτσι περάσαν τα χρόνια. Δεν παντρεύτηκαν ποτέ – θα ήταν μια περιττή κίνηση για δύο λαμπάκια ενός κυκλώματος, που τα διατρέχει το ίδιο ρεύμα – αυτό και μόνο είναι αρκετό – δεν έχουν ανάγκη κανένα άλλο δέσιμο.
Έκαναν παιδιά, τα μεγάλωσαν, έκαναν ταξίδια μαζί, περιπέτειες, κοινές εμπειρίες, κοινές εικόνες, κοινές επιθυμίες. Όλα από κοινού. Ξεπέρασαν τους εαυτούς τους. Και κέρδισαν. Κέρδισαν πολλά. Γιατί πήραν και έδωσαν. Τροφοδότησαν και τροφοδοτήθηκαν. Εκτίμησαν ο ένας τον άλλον, αγαπήθηκαν, ένιωσαν, μοιράστηκαν, κοίταξαν ο ένας μέσα από τα διάφανα μάτια του άλλου και άφησαν την ηλεκτρική ενέργεια να τρέξει στις φλέβες τους. Δεν φοβήθηκαν ούτε λεπτό τον κίνδυνο ηλεκτροπληξίας. Δεν νοιάστηκαν ποτέ για το τι θα πει ο κόσμος. Δεν νοιάστηκαν ούτε για τα όσα τους έλειψαν. Μόνο χάρηκαν για εκείνα που είχαν. Για τα όσα δημιούργησαν. Γιατί ήταν πολύ δημιουργικοί: είχαν φτιάξει κάτι που όλοι το ζήλευαν.
Και δεν θα σας πω ότι έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα. Θα σας πω ότι πέθαναν καλά – αυτό είναι ίσως πιο σημαντικό. Πέθαναν ευτυχισμένοι, πολύ ευτυχισμένοι.»
Αυτά έγραψε σε εκείνο το χαρτί. Και εκείνοι που το βρήκαν ήλπισαν να ζήσουν και να πεθάνουν το ίδιο ευτυχισμένοι. Και να νιώσουν κάποια στιγμή αυτή την ηλεκτρική ενέργεια, για την οποία είχαν διαβάσει, να κυλά στις φλέβες τους. Και να λάμψουν σαν μικρά, χριστουγεννιάτικα λαμπάκια.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου